- μεγιστάνος
- μεγιστάνος και μεγιστάν, ὁ (Μ)·βλ.μεγιστάνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγιστάνας — ο (ΑM μεγιστάν, ᾱνος, Μ και μεγιστάνος) αυτός που έχει μεγάλη ισχύ ή που βρίσκεται σε θέση υπεροχής, ισχυρός νεοελλ. φρ. «μεγιστάνας τού πλούτου» πολύ πλούσιος άνθρωπος, πάμπλουτος νεοελλ. μσν. ανώτερος αξιωματούχος, άρχοντας, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek